- κυκλοβόρος
- κυκλοβόρος, ὁ (Α)ως κύριο όν. ὁ Κυκλοβόροςονομασία χειμάρρου τής Αττικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -βόρος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. σαρκο-βόρος, χρονοβόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κυκλοβόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυκλοβόρον — Κυκλοβόρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυκλοβόρου — Κυκλοβόρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλοβορώ — κυκλοβορῶ, έω (Α) [κυκλοβόρος] ηχώ σαν τον Κυκλοβόρο, κραυγάζω («καὶ ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου κακυκλοβόρει», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek